- ψόγου
- ψόγοςblamable faultmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατά — (I) (AM κατά, Α αρκαδ. τ. κατύ και ποιητ. τ. καταί) πρόθεση που δηλώνει: 1. (με γεν.) α) κίνηση προς κάτι (α. «πάει κατά διαβόλου» πάει προς την καταστροφή β. «πάμε κατά καπνού» βαδίζουμε στον αφανισμό γ. «άι κατ ανέμου» χάσου απ εδώ δ. «κατὰ… … Dictionary of Greek
μωμητός — μωμητός, ή, όν (Α) [μωμώμαι] 1. αυτός που είναι άξιος ψόγου, μεμπτός, αξιοκατάκριτος 2. δυσμενής … Dictionary of Greek
μώμος — Θεός των αρχαίων Ελλήνων, προσωποποίηση της χλεύης. Λέγεται ότι πέθανε από τη λύπη του, επειδή όσο και αν έψαξε δεν κατάφερε να βρει καμιά ατέλεια στην Αφροδίτη. Ο Μ. κρατούσε ραβδί που η πάνω άκρη του κατέληγε σε κεφάλι γυναίκας. * * * ο (Α… … Dictionary of Greek
πομπή — η, ΝΜΑ πανηγυρική ή θρησκευτική συνοδεία με τη συμμετοχή πολλών μαζί ανθρώπων (α. «πομπή Επιταφίου» β. «νεκρική πομπή» γ. «Διονύσῳ πομπὴν ἐποιοῡντο», Ηρακλ.) νεοελλ. 1. συνοδεία πολλών μαζί προσώπων ή οχημάτων 2. διαπόμπευση 3. ντροπή, αίσχος,… … Dictionary of Greek
συγκινδυνεύω — ΝΑ, και αττ. τ. ξυγκινδυνεύω Α 1. κινδυνεύω μαζί με κάποιον 2. αγωνίζομαι μαζί με άλλον, πολεμώ μαζί με κάποιον («συγκινδυνεύωμεν καὶ μετέχωμεν τοῡ ψόγου», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
χηρώ — όω, Α [χήρα] 1. καθιστώ κάτι κενό ή έρημο («ἅλις Πριάμου γαῑ ἐχήρωσ Ἑλλάδα», Ευρ.) 2. (με γεν.) στερώ κάποιον από κάτι 3. (με αιτ.) εγκαταλείπω, αφήνω («ἄταρ νέος ἔντροφος ἡελίου χήρωσεν αὐγάς», Αριστοτ.) 4. καθιστώ μια γυναίκα χήρα 5. (αμτβ.) α) … Dictionary of Greek